Τα έθιμα μας είναι η κληρονομία που έχουμε πάρει απο τους δικούς μας και εμείς με τη σειρά μας αφήνουμε στα παιδιά μας. Γι’αυτό να φτιάξετε με τα πιτσιρίκια σας αυτά τα πολύ νόστιμα Λαζαράκια, τα οποία και νηστίσιμα είναι αλλά η νοστιμιά τους δεν περιγράφεται. Τα φτιάχνουμε το Σαββάτο του Λαζάρου και λέμε και το: Λαζαράκια αν δεν φτιάξεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις!

Στα λαζαράκια μας ,δίνουμε το σχήμα ανθρώπου με τα χέρια σταυρωμένα όπως ακριβώς βλέπουμε τον Λάζαρο στις εικόνες.

 

Σύμφωνα με την παράδοση, όσα παιδιά έχει η κάθε οικογένεια τόσους «λαζάρους» φτιάχνει και στη θέση των ματιών βάζουμε δυο γαρίφαλα.Στόμα δεν έχει, γιατί ο Λάζαρος μετά την ανάσταση του δεν ξαναμίλησε ποτέ.

 

Πάμε λοιπόν να φτιάξουμε τα πεντανόστιμα, αφράτα και στρουμπουλά Λαζαράκια μας. Στο τέλος σας έχω και τα κάλαντα του Λαζάρου.

 

Παραδοσιακά Λαζαράκια

150 ml ηλιέλαιο

150 ml ελαιόλαδο

300 ml κανελόζουμο

200 ml  φυσικό χυμό πορτοκάλι

100 Ml κόκκινο κρασί

220 γρ. ζάχαρη

1 κ.γ κανέλα

½ κ.γ. γαρύφαλλο

Ξύσμα από ένα πορτοκάλι

1 σφηνάκι ρακί

2 φακελάκια ξερή μαγιά (16 γρ)

1 κ.γ. μαχλέπι

¼ κ.γ. μαστίχα

¼ κ.γ αλάτι

1 ½  κιλό αλεύρι για τσουρέκι περίπου

 

Ολόκληρα γαρύφαλλα

Σταφίδες και καρύδια

Μέλι

Σε ένα μπρίκι βράζουμε 2-3 ξυλαράκια κανέλας με 300 ml νερό για 5 λεπτά. Κατεβάζουμε από τη φωτιά και το αφήνουμε να γίνει χλιαρό.Τόσο όσο να αντέχει το δαχτυλο μας μέσα στο νερό. Το αδειάζουμε με σε μία λεκάνη και βάζουμε τη μαγιά 3-4 κ.σ. και αλεύρι από το αλεύρι που έχουμε στα υλικά μας, μέχρι να κάνουμε ένα πηχτό χυλό. Σκεπάζουμε και αφήνουμε σε ζεστό μέρος να ενεργοποιηθεί η μαγιά.

Στον κάδο του μίξερ με τον κάδο βάζουμε όλα τα υγρά στοιχεία, τη ζάχαρη, τα μπαχαρικά, το αλάτι και ανακατεύουμε. Στη συνέχεια προσθέτουμε το μείγμα της μαγιάς και σιγά σιγά το αλεύρι. Δουλεύουμε με τον γάντζο μέχρι να ξεκολάει από τα τοιχώματα του μπολ όπως το τσουρέκι. Το σκεπάζουμε για 1 ώρα περίπου να διπλασιαστεί.

Προθερμένουμε το φούρνο στους 160. Στρώνουμε λαδόκολλα στα ταψιά μας. Αυτή η δοσολογία μπορεί να βγάλει 6 μεγάλα η 12 μικρά Λαζαράκια. Χωρίζουμε το ζυμάρι και πλάθουμε μακρόστενα ψωμάκια που τα γεμίζουμε με καρύδια και σταφίδες. Κόβουμε ένα μικρό κομμάτι ζυμάρι και το τυλίγουμε να δημιουργήσει χιαστή. Καρφώνουμε ματάκια από γαρύφαλλα και αφήνουμε 15 λεπτά στην άκρη να ξεκουραστούν. Φουρνίζουμε ένα ένα το ταψάκι για 40 λεπτά τα μεγάλα και μισή ώρα περίπου τα μικρά. Όταν τα βγάλουμε διαλύουμε λίγο μέλι με ελάχιστο νερό και αλείφουμε τα Λαζαράκια μας να γυαλίσουν.

Την ίδια ημέρα τα παιδιά, κυρίως τα κορίτσια, γύριζαν  τα σπίτια και τραγουδούσαν τα “λαζαρικά”.

 

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.

Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.

Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που ‘ν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι.

Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που ‘ν’ το στόμα μου, σαν περιβόλι.

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.

Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.

Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.

Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.

Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.

Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ’ Άγια

Ήρθε ο Χριστός απ’ την Καισαρία
Εκεί έβρισκε Μάρθα και Μαρία

Μάρθα, που ’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας
φίλος του Χριστού και ιδικός μας;

Λένε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένους.

Ας υπάγουμε να τον ιδούμε
και στον τάφο του να λυπηθούμε.

Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.

Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια
Τόσα καλά να δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.

Αν είναι με το θέλημα
και με τον ορισμό σας,
Λαζάρου την Ανάσταση
να πω στ’ αρχοντικό σας.

Έβγατε παρακαλούμε,
για να σας διηγηθούμε,
για να μάθετε τι εγίνη,
σήμερα στην Παλαιστίνη.

Σήμερον έρχεται ο Χριστός,
ο επουράνιος Θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία·

Λάζαρον τον αδερφό τους
τον γλυκύ και καρδιακό τους,
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.

Την ημέρα την τετάρτη,
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθη.
Και εβγήκεν κι η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.

Και εμπρός του γόνυ κλει,
και τους πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου,
δεν θ’ απέθνησκε ο αδερφός μου.

Μα κι εγώ τώρα πιστεύω,
και καλότατα εξεύρω,
ότι δύνασ’ αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.

-Λέγε, πίστευε, Μαρία
άγωμεν εις τα μνημεία.
’Κείνοι παρευθύς επήγαν
και τον τάφο του εδείξαν.

Τον τάφο να μου δείξετε
και ’γω θε να πηγαίνω.
Τραπέζι να ’τοιμάσετε,
και ’γω τον ανασταίνω.

Επήγαν και του έδειξαν
τον τάφο του Λαζάρου.
Τους είπε και εκύλισαν
τον λίθο, πούχε απάνου.

Τότε κι ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο.
Λάζαρον θα σου τον πάρω.

Δεύρο έξω Λάζαρέ μου,
φίλε και αγαπητέ μου.

Παρευθύς από τον Άδη,
ως εξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος απενεκρώθη,
ανεστήθη και σηκώθη.

Λάζαρος σαβανωμένος
και με το κηρί ζωσμένος.
Εκεί Μάρθα και Μαρία,
εκεί κι όλη η Βηθανία.

Μαθητές και Αποστόλοι
τότε ευρεθήκαν όλοι,
δόξα τω Θεώ φωνάζουν,
και το Λάζαρο εξετάζουν.

-Λάζαρε, πες μας τι είδες,
εις τον Άδη που επήγες;
-Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.

Δώστε μου λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
Της καρδούλας μου το λέω,
και μοιρολογώ και κλαίω.

Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε.
Στον οίκο σας χαρούμενοι,
τον Λάζαρο να πούμε.

Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο
πέτρα να μη ραϊσει.
Και ο νοικοκύρης του σπιτιού,
χρόνια πολλά να ζήσει.

Να ζήσει χρόνια εκατό,
και να τα ξεπεράσει.